- ανέψανος
- -η, -ο (Α ἀνέψανος, -ον)νεοελλ.ο μη βραστερός, αυτός που βράζει δύσκολα (κυρίως για όσπρια)αρχ.ο ακατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί στο μαγείρεμα (για υφάλμυρο νερό).[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εψανός < έψω «ψήνω»].
Dictionary of Greek. 2013.